ὠχρότης

ὠχρότης
ὠχρότης, ητος, ,
A pallor, Pl.R.474e;

χρόας Luc.Icar.5

; opp. μελανία, Arist.Cat.9b22: pl., Plu.2.84e; opp. ἐρυθήματα, Arist.MA 701b31.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὠχρότης — pallor fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠχρότησι — ὠχρότης pallor fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠχρότησιν — ὠχρότης pallor fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠχρότητα — ὠχρότης pallor fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠχρότητας — ὠχρότης pallor fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠχρότητες — ὠχρότης pallor fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠχρότητι — ὠχρότης pallor fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠχρότητος — ὠχρότης pallor fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπτωση — η / σύμπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω] αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. το να συμπίπτει κάτι με… …   Dictionary of Greek

  • χλούς — και ασυναίρ. τ. χλόος, ὁ, Α 1. (κατά τον Γαλ.) «χλοῡς ἡ χλωρότης» 2. (κατά τον Ησύχ.) «χλοῡς ὠχρότης». [ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. χλόη] …   Dictionary of Greek

  • ωχρότητα — η / ὠχρότης, ητος, ΝΜΑ [ὠχρός] η ιδιότητα τού ωχρού, χλομάδα, κιτρινάδα («κεχρωμένον ὠχρότητι», Γαλ.) νεοελλ. αποχρωματισμός, ξεθώριασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”